Ένας γίγαντας της υποκριτικής και από τους ομορφότερους σταρ που πάτησαν στα κινηματογραφικά πλατό, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, πέταξε για τα αστέρια εκεί που ήταν πάντα η θέση του.

Ο σπουδαίος «ξανθός» του αμερικάνικου κινηματογράφου, πέθανε λίγο πριν τα 90 του χρόνια, τα οποία γέμισε με τη συμμετοχή του σε υπέροχες ταινίες, είτε πρωταγωνιστώντας, είτε πίσω από την κάμερα, ως σκηνοθέτης. Όμως, ο Ρέντφορντ ήταν και ο άνθρωπος που αναγέννησε το αμερικάνικο σινεμά με την ίδρυση του κινηματογραφικού φεστιβάλ Σάντανς, με το οποίο έδωσε ώθηση στον ανεξάρτητο κινηματογράφο και ανοίγοντας δρόμους σε νέους δημιουργούς.

Μαζί με τον σχεδόν συνομήλικό του Πολ Νιούμαν υπήρξαν από τους ωραιότερους άνδρες του θεάματος, που δημιούργησαν ακόμη και άθελά τους μόδες, τάσεις, αλλά και πολλές σκέψεις, με την προσωπικότητά τους. Γιατί, όπως και ο Νιούμαν, ο Ρέντφορντ, αυτός πιο φανερά, ήταν και μία σπουδαία προσωπικότητα, με πολιτική σκέψη, ανήκε στην ευρύτερη αριστερά, ενώ χαρακτηρίστηκε και ως ακτιβιστής για το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα προβλήματα των απλών ανθρώπων.

Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις 18 Αυγούστου του 1936, από μία φτωχή οικογένεια. Με καταγωγή βρετανική, αγγλική, σκωτσέζικη και ιρλανδική, απ' όπου και τα περιβόητα πυρόξανθα μαλλιά του, σήμα κατατεθέν της ομορφιάς του. Ως παιδί και νέος, μάλλον ήταν ιδιαιτέρως ζωηρός. Έκανε μικροκλοπές και έπινε υπερβολικά, ενώ χάζευε τους σταρ του σινεμά έξω από τα στούντιο της Fox. Τελειώνοντας το σχολείο, κέρδισε υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Κολοράντο, κυρίως χάριν της ικανότητάς του στο μπέιζμπολ, ενώ στη συνέχεια, για να τα βγάλει πέρα, δούλεψε ως σερβιτόρος, αλλά και ως εργάτης σε πετρελαιοπηγές. Με τα λεφτά που μάζεψε ταξίδεψε στην Ευρώπη, κυρίως στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Οι καθηγητές του τον απέρριψαν και επέστρεψε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Μπρούκλιν. Εκεί πήρε μαθήματα ζωγραφικής και έκανε μποέμικη ζωή. Με την παρότρυνση ενός φίλου του, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης και στην ακρόαση οι κριτές του αποφάνθηκαν: «διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα».

Αυτά ήταν πράγματι τα κύρια χαρακτηριστικά του στην καριέρα του, τα οποία ανέπτυξε, δίνοντας στους χαρακτήρες που υποδυόταν στιβαρότητα, σάρκα και οστά, για να γίνει ένας μεγάλος σταρ και ηγέτης του αμερικάνικου κινηματογραφικού φιλελευθερισμού, σε εποχές που το φάντασμα του Μακάρθι πλανιόταν πάνω από το Χόλιγουντ. Προηγουμένως, όμως, είχε πρωταγωνιστήσει, δίπλα στον Μάρλο Μπράντο, στην υπέροχη κοινωνική περιπέτεια «Η Καταδίωξη» του Άρθουρ Πεν, όπου είχε δείξει το ταλέντο του, την ηγετική του προσωπικότητα πάνω στα κινηματογραφικά πλατό.

Το 1969, θα ακολουθήσει το εμβληματικό γουέστερν «Οι Δύο Ληστές» του Τζορτζ Ρόι Χιλ, έχοντας δίπλα του τον Πολ Νιούμαν, με τον οποίο ανέπτυξαν μία σπάνια χημεία για δύο τεράστιους σταρ εκείνη την εποχή. Οι επιτυχίες του στη μεγάλη οθόνη πάμπολλες, αλλά και ως σκηνοθέτης θα γράψει το δικό του κεφάλαιο, ενώ το 1980 θα κερδίσει και το Όσκαρ σκηνοθεσίας για το εξαίρετο «Συνηθισμένοι Άνθρωποι».

Ήταν αξιοθαύμαστος στο πολιτικό δράμα «Ο Υποψήφιος» του Μάικλ Ρίτσι, ενώ με τον Πολ Νιούμαν θα καταγράψουν λίγο μετά, με το κλασικό, κεφάτο γκανγκστερικό φιλμ «Το Κεντρί» και πάλι του Χιλ, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους. Θα πρωταγωνιστήσει στο πολιτικό θρίλερ «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα» του Σίντνεϊ Πόλακ και την επόμενη χρονιά στο πολιτικό θρίλερ «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου», έχοντας στο πλευρό του τον Ντάστιν Χόφμαν.

Μετά την πολύ δυνατή περιπέτεια φυλακής «Μπρουμπέικερ» του Στίβεν Ρόζεμπεργκ, θα γίνει «Ο Ηλεκτρικός Καβαλάρης», ενώ θα πρωταγωνιστήσει στο αξέχαστο ρομαντικό δράμα εποχής «Πέρα από την Αφρική» και πάλι του Πόλακ, έχοντας στο πλευρό του την Μέριλ Στριπ. Θα σκηνοθετήσει και θα πρωταγωνιστήσει στο υπέροχο δράμα «Γητευτής των Αλόγων», ενώ θα εκτοξεύσει τη γοητεία του στην «Αβάνα», κρύβοντας τις αδυναμίες της ταινίας. Είναι ο αντισυμβατικός και με τις δικές του αξίες, στο κατασκοπικό θρίλερ «Παιχνίδι Κατασκόπων», ενώ δεν θα διστάσει να βγάλει τα άπλυτα της δημοσιογραφικής ψευτοαριστεράς στη φόρα, με το «Λέοντες Αντί Αμνών» ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, έχοντας δίπλα του Στριπ και Τομ Κρουζ.

Στην τελευταία ταινία του, ως πρωταγωνιστής, το αξιολογότατο «Ο Κύριος και το Όπλο» το 2018, θα συνοψίσει την καριέρα του, με μια απολαυστική, παλιομοδίτικη και συγκινητικά σινεφίλ αναφορά στο τέλος μιας ολόκληρης εποχής.

Στην προσωπική του ζωή παραδόξως, δεν έγινε ποτέ πρώτο θέμα στις κίτρινες φυλλάδες και στα ροζ δελτία ειδήσεων, παρότι η επιτυχία του στις γυναίκες ήταν αδιαμφισβήτητη. Παντρεύτηκε για πρώτη φορά το 1958 τη Λόλα βαν Γουάγκενεν, ενώ, το 1985, κι ενώ είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, χώρισαν. Το 2009 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Σίμπιλ Ζάγκαρς.

Πολιτικοποιημένος και ευαισθητοποιημένος στα ζητήματα του περιβάλλοντος και της φύσης, με αρχές που σχεδόν ποτέ δεν πάτησε, ούτε στην αδηφάγο κινηματογραφική βιομηχανία, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ αφήνει πίσω του, εκτός από την απαράμιλλη γοητεία του και τις υπέροχες δημιουργίες του, μία σημαντική παρακαταθήκη για τη δημιουργική ελευθερία και την ανεξαρτησία στο σινεμά, κάτι που σήμερα, ίσως, είναι και το σημαντικότερο πρόβλημά του.

ΑΠΕ-ΜΠΕ